-άρχης

-άρχης
[ΕΤΥΜΟΛ. Β' συνθετικό λέξεων όλων των περιόδων της ελληνικής γλώσσας (Αρχαίας, Μεσαιωνικής, Νεοελληνικής) που προέρχεται από το ρ. άρχω και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη. Σύνθετες λέξεις της Αρχαίας σε -άρχης επιδίδουν κυρίως στην Ιωνική και στην Κοινή, όπου τείνουν να υποκαταστήσουν τα σύνθετα σε -αρχος. Λέξεις με β' συνθετικό σε -αρχης φαίνεται ότι πρωτοεμφανίζονται στην Ιωνική διάλεκτο. Συγκεκριμένα ο Ηρόδοτος χρησιμοποιεί παράλληλα προς τους τύπους σε -άρχος (λ.χ. δήμαρχος) και λέξεις σε -άρχης (λ.χ. δεκάρχης, νομάρχης). Σε μεταγενέστερη περίοδο ο Θουκυδίδης χρησιμοποιεί το β' συνθετικό -αρχος αναφερόμενος σε άρχοντες της Αττικής, ενώ το -άρχης μόνο προκειμένου για ξένους άρχοντες. Στην Κοινή παρατηρείται σταθερότερη χρήση του -άρχης (πρβλ. εκατοντάρχης, κωμάρχης, πατριάρχης κ.ά.). Η εμφάνιση και η επέκταση του -άρχης σε βάρος του -αρχος* οφείλεται τόσο στην εξαφάνιση του τ. αρχός* από την καθομιλούμενη γλώσσα, όσο και στην έλλειψη τονικής συμφωνίας μεταξύ των λέξεων με β' συνθετικό -αρχος (προπαροξύτονων) και εκείνων με β' συνθετικό του τύπου -πομπός (οξύτονων). Το β' συνθετικό -άρχης εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό συνθέτων λέξεων. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Αντιστρόφου Λεξικού της Νέας Ελληνικής του Γ. Κουρμούλη (σ. 753), στη νέα Ελληνική (καθαρεύουσα και δημοτική) έναντι 168 συνθέτων της αρχαίας απαντούν 71 σύνθετα σε -άρχης, από τα οποία 38 είναι νεώτεροι σχηματισμοί και 33 παραδεδομένα σύνθετα. Τα σύνθετα σε -άρχης σημαίνουν α) την αρχή
πρβλ. γενάρχης
αρχ.
ουσιάρχης, γενεάρχης
β) τον αρχηγό, τον άρχοντα, απ' όπου μετά τον επόπτη, τον προϊστάμενο
πρβλ. γυμνασιάρχης, ενωμοτάρχης, θιασάρχης, στασιάρχης
αρχ.
γενεσιάρχης, ιστωνάρχης, κλινάρχης, τελωνάρχης
αρχ.-μσν.
αλυτάρχης, ειρηνάρχης, τοπάρχης
νεοελλ.
διαμερισματάρχης, κλινικάρχης, κομματάρχης, λυκειάρχης κ.ά.].Σύνθετα σε -άρχης που χρησιμοποιούνται στη νέα Ελληνική: αιρεσιάρχης, αποσπασματάρχης, αυλάρχης, γυμνασιάρχης, δασάρχης, εθνάρχης, ενωμοτάρχης, επιτελάρχης, εργοστασιάρχης, θαλαμάρχης, θιασάρχης, ιεράρχης, καλονάρχης, καταστηματάρχης, κλαδάρχης, κλινικάρχης, κοινοτάρχης, κομματάρχης, λιμενάρχης, λυκειάρχης, μονάρχης, νομάρχης, νωματάρχης, πατριάρχης, πλωτάρχης, ποιμενάρχης, προσωπάρχης, πυροβολάρχης, σκασιάρχης, σταθμάρχης, στασιάρχης, στρατάρχης, στρατοπεδάρχης, συσσιτιάρχης, σχολάρχης, σωματάρχης, ταγματάρχης, ταξιάρχης, τελετάρχης, τμηματάρχης, τοπάρχης, φαλαγγάρχης, φεουδάρχης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀρχῆς — ἀρχή beginning fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄρχῃς — ἄρχω to be first pres subj act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀρχῆς καλῆς κάλλιστον εἶναι καὶ τέλος. — См. Добрый конец, всему делу венец …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Κακῆς ἀπ’ ἀρχῆς γίγνεται τέλος κακόν. — См. Плохое началишко не к доброму концу …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • περιύβριση αρχής — Έγκλημα που διαπράττει όποιος εξυβρίζει, συκοφαντεί και γενικά εκ φράζεται περιφρονητικά για μια αρχή: δημόσια, δημοτική ή κοινοτική. Η π. α. προβλέπεται και τιμωρείται από το νόμο. Ο νόμος, τιμωρώντας την, έχει ως σκοπό να προστατέψει την… …   Dictionary of Greek

  • начало — НАЧАЛ|О (508), А с. 1.Начало, основание, происхождение: ѿ саторьнила же начало ѥреси имѹще. КР 1284, 362а; сниде к намъ с҃нъ б҃ии. безначальныи. бес конца и без начала. ПрЛ XIII, 106б; •а•˫а не(д)лѧ сѹщи въ начало створени˫а ΓΑ XIII–XIV, 139а;… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • μηχανική — Επιστήμη που μελετά την κίνηση και την ισορροπία των σωμάτων. Ανάλογα με τον τομέα έρευνας και με τις αρχές στις οποίες βασίζεται η έρευνα αυτή, διακρίνονται μία κλασική μ. (ή απλώς μ.), μία σχετικιστική μ. και μία κβαντική μ. Οι νόμοι της… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Συνταγματική Ιστορία — Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Σύντομη ανασκόπηση Το σύνταγμα είναι το σύνολο των κανόνων δικαίου με τους οποίους ρυθμίζεται η συγκρότηση και η άσκηση της κρατικής εξουσίας. Επομένως, η συνταγματική ιστορία είναι η ιστορία της κρατικής… …   Dictionary of Greek

  • επιλεκτάρχης — ἐπιλεκτάρχης, ὁ (Α) αρχηγός σώματος επίλεκτων στρατιωτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + λεκτος (< επι λέγω) + άρχης (< άρχω), τ. που απαντά μόνο εν συνθέσει (πρβλ. γυμνασι άρχης, εργοστασι άρχης, κομματ άρχης)] …   Dictionary of Greek

  • θιασάρχης — ο (Α θιασάρχης) νεοελλ. αυτός που διευθύνει θίασο, αρχηγός θιάσου ηθοποιών αρχ. αρχηγός θρησκευτικού ομίλου ανθρώπων που περιέρχονταν τους δρόμους με άσματα και χορούς, ιδίως κατά τις εορτές προς τιμήν τού Βάκχου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θίασος + άρχης*… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”